μεταδουπος

μεταδουπος
    μετάδουπος
    μετά-δουπος
    ὅ обрушивающийся в середину, промежуточный, т.е. случайный, маловажный
    

(ἡμέραι Hes.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μεταδουπος" в других словарях:

  • μετάδουπος — μετάδουπος, ον (Α) αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ ὀνειαρ, αἱ δ ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί… …   Dictionary of Greek

  • μεταδούπους — μετάδουπος falling at haphazard masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάδουποι — μετάδουπος falling at haphazard masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»